πωγωνιάτης

πωγωνιάτης
πωγωνιάτης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πωγωνιάτης — ὁ, ΜΑ, και ιων. τ. πωγωνιήτης Α (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που έχει γένια, γενειοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. ιάτης (πρβλ. λειμων ιάτης)] …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίνων, νομός — Νομός (4.990 τ. χλμ., 170.239 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου. Στα Β συνορεύει με την Αλβανία, στα Α με τους νομούς Καστοριάς, Γρεβενών και Τρικάλων, στα Ν με τους νομούς Άρτης και Πρεβέζης και στα Δ με τον νομό Θεσπρωτίας. Ο ν.Ι. έχει πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”